- Ἰυγγίης
- Ἰυγγίης, ὁ, epith. of Dionysus, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ιυγγίης — Ἰυγγίης, ὁ (Α) επίθ. τού Διονύσου (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές παρ. τού ρ. ἰύζω με έρρινο επίθημα γγ ] … Dictionary of Greek
Ἰυγγίης — masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιύγγιος — Ἰύγγιος, ὁ (Α) (ενν. μην) [ιυγγίης] επιγρ. ονομασία ενός μήνα στη Θεσσαλία … Dictionary of Greek